ξεκοκαλίζω — ξεκοκαλίζω, ξεκοκάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκοκαλίζω — και ξεκοκαλιάζω 1. ξεχωρίζω τα κόκαλα από το κρέας 2. τρώω όλο το κρέας ώστε να μείνουν μόνο τα κόκαλα 3. μτφ. σπαταλώ απερίσκεπτα, δαπανώ αλόγιστα («ξεκοκαλίζει την περιουσία τού πατέρα του») … Dictionary of Greek
εκκοκκίζω — και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω) βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς αρχ. 1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω 2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω 3. ξεριζώνω 4. κυριεύω, διαρπάζω 5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες … Dictionary of Greek
εκροφώ — ἐκροφῶ ( έω) (AM) ρουφώ εντελώς, καταπίνω αρχ. 1. μεθώ, πίνω πολύ 2. ήσυχα, άνετα τρώω ένα αγαθό, τό ξεκοκαλίζω, τό ροκανίζω … Dictionary of Greek
εξοστεΐζω — ἐξοστεΐζω (Α) 1. βγάζω τα κόκαλα από τη σάρκα, ξεκοκαλίζω 2. (για καρπούς) αφαιρώ τον πυρήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *οστεΐζω (< οστούν)] … Dictionary of Greek
κοκαλίζω — και κοκκαλίζω [κόκαλο] αφαιρώ τα κόκαλα, ξεκοκαλίζω … Dictionary of Greek
ξεκοκαλιάζω — βλ. ξεκοκαλίζω … Dictionary of Greek
στομοκοπώ — έω, Α μασώ, ξεκοκαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. χειρο κοπῶ] … Dictionary of Greek